λαθροθηρώ

λαθροθηρώ
[λαθροθήρας]
κυνηγώ λαθραία, σε απαγορευμένη περιοχή ή χωρίς άδεια ή σε εποχή που δεν επιτρέπεται το κυνήγι ή κυνηγώ θηράματα που το κυνήγι τους είναι απαγορευμένο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαθροθηρία — η παράνομο, χωρίς άδεια κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθροθηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”